Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
διῆκα
διῆκον
διηκονέω
διηκόσιοι
View word page
διήγημα
διήγημαατοςn usu.pejor.story, talePlb. Plu.

ShortDef

tale

Debugging

Headword:
διήγημα
Headword (normalized):
διήγημα
Headword (normalized/stripped):
διηγημα
IDX:
9381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9382
Key:
διήγημα

Data

{'headword_display': '<b>διήγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διήγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>usu.pejor.</Indic><Tr>story, tale</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διήγημα'}