Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
διῆκα
View word page
δί-ζυξ
δίζυξζυγοςmasc.fem.adjδίςζεύγνῡμι of horsesthat form a yoked pairIl.

ShortDef

double-yoked

Debugging

Headword:
δίζυξ
Headword (normalized):
δίζυξ
Headword (normalized/stripped):
διζυξ
IDX:
9378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9379
Key:
δίζυξ

Data

{'headword_display': '<b>δί-ζυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>ζυξ</HL><Infl>ζυγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>ζεύγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Tr>that form a yoked pair</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίζυξ'}