Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
View word page
δίζομαι
δίζομαιmid.vbseeδίζημαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίζομαι
Headword (normalized):
δίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διζομαι
IDX:
9377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9378
Key:
δίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δίζομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>δίζημαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίζομαι'}