Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
View word page
δίζησις
δίζησιςιοςIon.f investigation, inquiryParm.

ShortDef

inquiry

Debugging

Headword:
δίζησις
Headword (normalized):
δίζησις
Headword (normalized/stripped):
διζησις
IDX:
9376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9377
Key:
δίζησις

Data

{'headword_display': '<b>δίζησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίζησις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>investigation, inquiry</Tr><Au>Parm.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίζησις'}