Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
View word page
διέφῡν
διέφῡν
athem.aor.
see
διαφύομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέφῡν
Headword (normalized):
διέφῡν
Headword (normalized/stripped):
διεφυν
IDX:
9373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9374
Key:
διέφῡν
Data
{'headword_display': '<b>διέφῡν</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέφῡν<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαφύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέφῡν'}