Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
View word page
δι-ευτυχέω
διευτυχέωcontr.vb continue to enjoy good fortuneD. Men. Plu.

ShortDef

to continue prosperous

Debugging

Headword:
διευτυχέω
Headword (normalized):
διευτυχέω
Headword (normalized/stripped):
διευτυχεω
IDX:
9371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9372
Key:
διευτυχέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ευτυχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ευτυχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>continue to enjoy good fortune</Tr><Au>D. Men. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διευτυχέω'}