Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
View word page
δι-ευσχημονέω
διευσχημονέωcontr.vb continue to behave with decorumPlu.

ShortDef

to preserve decorum

Debugging

Headword:
διευσχημονέω
Headword (normalized):
διευσχημονέω
Headword (normalized/stripped):
διευσχημονεω
IDX:
9369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9370
Key:
διευσχημονέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ευσχημονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ευσχημονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>continue to behave with decorum</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διευσχημονέω'}