Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
View word page
δι-ευνάω
διευνάωcontr.vb fig.lay to resti.e. endone's lifeE.tm., dub.

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
διευνάω
Headword (normalized):
διευνάω
Headword (normalized/stripped):
διευναω
IDX:
9368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9369
Key:
διευνάω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ευνάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ευνάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>lay to rest<Expl>i.e. end</Expl></Tr><Obj>one's life<Au>E.<LblR>tm., dub.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διευνάω'}