Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
View word page
διέτμαγεν
διέτμαγεν
ep.3pl.aor.2 pass.
διέτμαγον
aor.2
see
διατμήγω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέτμαγεν
Headword (normalized):
διέτμαγεν
Headword (normalized/stripped):
διετμαγεν
IDX:
9365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9366
Key:
διέτμαγεν
Data
{'headword_display': '<b>διέτμαγεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέτμαγεν<LblR>ep.3pl.aor.2 pass.</LblR></RefFm><RefFm>διέτμαγον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διατμήγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέτμαγεν'}