Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
View word page
δι-ετήσιος
διετήσιοςονadjδιά of games and sacrificesheld throughout the yearTh.

ShortDef

lasting through the year

Debugging

Headword:
διετήσιος
Headword (normalized):
διετήσιος
Headword (normalized/stripped):
διετησιος
IDX:
9364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9365
Key:
διετήσιος

Data

{'headword_display': '<b>δι-ετήσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>ετήσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διά</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of games and sacrifices</Indic><Tr>held throughout the year</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διετήσιος'}