Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
δίεφθος
View word page
διέσσυτο
διέσσυτοep.3sg.aor.2 mid.seeδιασεύομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέσσυτο
Headword (normalized):
διέσσυτο
Headword (normalized/stripped):
διεσσυτο
IDX:
9362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9363
Key:
διέσσυτο

Data

{'headword_display': '<b>διέσσυτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέσσυτο<LblR>ep.3sg.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διασεύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέσσυτο'}