Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
διευτονέω
διευτυχέω
View word page
διεσκεμμένως
διεσκεμμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underδιασκέπτομαι

ShortDef

prudently

Debugging

Headword:
διεσκεμμένως
Headword (normalized):
διεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσκεμμενως
IDX:
9361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9362
Key:
διεσκεμμένως

Data

{'headword_display': '<b>διεσκεμμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διεσκεμμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>διασκέπτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεσκεμμένως'}