Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευνάω
διευσχημονέω
View word page
δι-εσθίω
διεσθίωvbaor. supplied by διαφαγεῖν of unborn snakesgnaw throughtheir mother's bowelsHdt.

ShortDef

to eat through

Debugging

Headword:
διεσθίω
Headword (normalized):
διεσθίω
Headword (normalized/stripped):
διεσθιω
IDX:
9359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9360
Key:
διεσθίω

Data

{'headword_display': '<b>δι-εσθίω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>εσθίω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor. supplied by <Ref>διαφαγεῖν</Ref></Lbl></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of unborn snakes</Indic><Tr>gnaw through</Tr><Obj>their mother's bowels<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διεσθίω'}