Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
διευκρινέω
View word page
δι-ερῡ́κω
διερῡ́κωvb settle, stopan altercationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διερῡ́κω
Headword (normalized):
διερῡ́κω
Headword (normalized/stripped):
διερυκω
IDX:
9356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9357
Key:
διερῡ́κω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ερῡ́κω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ερῡ́κω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>settle, stop</Tr><Obj>an altercation<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διερῡ́κω'}