Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
διέτμαγεν
View word page
διέρρωγα
διέρρωγα
pf.
see
διαρρήγνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέρρωγα
Headword (normalized):
διέρρωγα
Headword (normalized/stripped):
διερρωγα
IDX:
9355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9356
Key:
διέρρωγα
Data
{'headword_display': '<b>διέρρωγα</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέρρωγα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαρρήγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέρρωγα'}