Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
διετήσιος
View word page
διερρῑμμένος
διερρῑμμένοςpf.pass.ptcpl.adjsee underδιαρρῑ́πτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διερρῑμμένος
Headword (normalized):
διερρῑμμένος
Headword (normalized/stripped):
διερριμμενος
IDX:
9354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9355
Key:
διερρῑμμένος

Data

{'headword_display': '<b>διερρῑμμένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διερρῑμμένος</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>διαρρῑ́πτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διερρῑμμένος'}