Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
διέσσυτο
διετής
View word page
δι-έρπω
διέρπωvb walk throughfireS.

ShortDef

to creep

Debugging

Headword:
διέρπω
Headword (normalized):
διέρπω
Headword (normalized/stripped):
διερπω
IDX:
9353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9354
Key:
διέρπω

Data

{'headword_display': '<b>δι-έρπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>έρπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>walk through</Tr><Obj>fire<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διέρπω'}