Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερρῑμμένος
διέρρωγα
διερῡ́κω
διέρχομαι
διερωτάω
διεσθίω
δίεσις
διεσκεμμένως
View word page
δι-έρομαι
διέρομαι
Ion.διείρομαι
mid.vbaor.2
διηρόμην
inquire aboutsthg.Il. AR.askw.dbl.acc.someone, about sthg.Hom.w.acc. + cogn.acc.someone, a questionPl.

ShortDef

ask

Debugging

Headword:
διέρομαι
Headword (normalized):
διέρομαι
Headword (normalized/stripped):
διερομαι
IDX:
9351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9352
Key:
διέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-έρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>έρομαι</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>διείρομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>διηρόμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>inquire about</Tr><Obj>sthg.<Au>Il. AR.</Au></Obj><vS2><Tr>ask</Tr><Obj><GLbl>w.dbl.acc.</GLbl>someone, about sthg.<Au>Hom.</Au></Obj><Obj><GLbl>w.acc. + cogn.acc.</GLbl>someone, a question<Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διέρομαι'}