Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
διερμηνεύω
View word page
διεπτάμην
διεπτάμηνathem.aor.mid.διέπτηνathem.aor.act.seeδιαπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεπτάμην
Headword (normalized):
διεπτάμην
Headword (normalized/stripped):
διεπταμην
IDX:
9340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9341
Key:
διεπτάμην

Data

{'headword_display': '<b>διεπτάμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>διεπτάμην<LblR>athem.aor.mid.</LblR></RefFm><RefFm>διέπτην<LblR>athem.aor.act.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεπτάμην'}