Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερμήνευσις
View word page
διέπραθον
διέπραθονep.aor.2seeδιαπέρθω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέπραθον
Headword (normalized):
διέπραθον
Headword (normalized/stripped):
διεπραθον
IDX:
9339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9340
Key:
διέπραθον

Data

{'headword_display': '<b>διέπραθον</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέπραθον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαπέρθω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέπραθον'}