Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
View word page
διεπέφραδε
διεπέφραδε
ep.3sg.redupl.aor.2
see
διαφράζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διεπέφραδε
Headword (normalized):
διεπέφραδε
Headword (normalized/stripped):
διεπεφραδε
IDX:
9338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9339
Key:
διεπέφραδε
Data
{'headword_display': '<b>διεπέφραδε</b>', 'content': '<XE><RefFm>διεπέφραδε<LblR>ep.3sg.redupl.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαφράζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεπέφραδε'}