Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
διερείδομαι
διερέσσω
View word page
διεξ-οχλίζω
διεξ-οχλίζωvb of deitiesheavew.acc.a shipall the way throughthe Clashing RocksAR.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξοχλίζω
Headword (normalized):
διεξοχλίζω
Headword (normalized/stripped):
διεξοχλιζω
IDX:
9336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9337
Key:
διεξοχλίζω

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-οχλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ-οχλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of deities</Indic><Tr>heave<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a ship</Prnth>all the way through</Tr><Obj>the Clashing Rocks<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξοχλίζω'}