Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
διερεθίζω
View word page
διεξοδικός
διεξοδικόςή όνadjδιέξοδος of a historical workdetailedPlu.pejor., of speeches, narrativesdiscursive, verbosePlb.

ShortDef

detailed

Debugging

Headword:
διεξοδικός
Headword (normalized):
διεξοδικός
Headword (normalized/stripped):
διεξοδικος
IDX:
9334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9335
Key:
διεξοδικός

Data

{'headword_display': '<b>διεξοδικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διεξοδικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διέξοδος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a historical work</Indic><Tr>detailed</Tr><Au>Plu.</Au><aS2><Indic>pejor., of speeches, narratives</Indic><Tr>discursive, verbose</Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διεξοδικός'}