Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
διεπτάμην
διέπω
διεργάζομαι
διέργω
View word page
διεξ-ικνέομαι
διεξικνέομαιmid.contr.vb make one's way throughw. εἰς + acc.to a placePlb.

ShortDef

arrive at

Debugging

Headword:
διεξικνέομαι
Headword (normalized):
διεξικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξικνεομαι
IDX:
9333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9334
Key:
διεξικνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-ικνέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>διεξ<hyph/>ικνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make one's way through</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Gr>εἰς</Gr> + acc.</GLbl>to a place<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'διεξικνέομαι'}