Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
διέπραθον
View word page
διεξ-ερέομαι
διεξερέομαιmid.contr.vbἐρέω1 closely questionw.dbl.acc.someone, about sthg.Il. AR.

ShortDef

to learn by close questioning

Debugging

Headword:
διεξερέομαι
Headword (normalized):
διεξερέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξερεομαι
IDX:
9329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9330
Key:
διεξερέομαι

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-ερέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ<hyph/>ερέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἐρέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>closely question</Tr><Obj><GLbl>w.dbl.acc.</GLbl>someone, about sthg.<Au>Il. AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξερέομαι'}