Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
διεορτάζω
διεπέφραδε
View word page
διεξ-εργάζομαι
διεξεργάζομαιmid.vb of changesproduce, causeevilsPl.

ShortDef

work out, effect

Debugging

Headword:
διεξεργάζομαι
Headword (normalized):
διεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξεργαζομαι
IDX:
9328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9329
Key:
διεξεργάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-εργάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ<hyph/>εργάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of changes</Indic><Tr>produce, cause</Tr><Obj>evils<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξεργάζομαι'}