Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοχλίζω
View word page
διεξέλασις
διεξέλασιςεωςfδιεξελαύνω chargeof chariots, across a battlefield or through enemy linesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξέλασις
Headword (normalized):
διεξέλασις
Headword (normalized/stripped):
διεξελασις
IDX:
9326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9327
Key:
διεξέλασις

Data

{'headword_display': '<b>διεξέλασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διεξέλασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διεξελαύνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>charge<Expl>of chariots, across a battlefield or through enemy lines</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διεξέλασις'}