Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξοδικός
View word page
διεξ-ειλίσσω
διεξ-ειλίσσωIon.vbἑλίσσω unrollbundles of rodsHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξειλίσσω
Headword (normalized):
διεξειλίσσω
Headword (normalized/stripped):
διεξειλισσω
IDX:
9324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9325
Key:
διεξειλίσσω

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-ειλίσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ-ειλίσσω</HL><PS>Ion.vb</PS><Ety><Ref>ἑλίσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>unroll</Tr><Obj>bundles of rods<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξειλίσσω'}