Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
View word page
διεξ-εέργω
διεξ-εέργωIon.vbεἴργω of a gulfseparate offthe Peloponnesefr. northern GreecehHom.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξεέργω
Headword (normalized):
διεξεέργω
Headword (normalized/stripped):
διεξεεργω
IDX:
9323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9324
Key:
διεξεέργω

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-εέργω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ-εέργω</HL><PS>Ion.vb</PS><Ety><Ref>εἴργω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a gulf</Indic><Tr>separate off</Tr><Obj>the Peloponnese<Expl>fr. northern Greece</Expl><Au>hHom.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξεέργω'}