Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
διεξίημι
View word page
διεξ-ᾱίσσω
διεξ-ᾱίσσωdial.vbᾄσσωaor.
διεξᾱ́ιξα
of a shipdart right throughthe Clashing RocksTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξᾱίσσω
Headword (normalized):
διεξᾱίσσω
Headword (normalized/stripped):
διεξαισσω
IDX:
9322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9323
Key:
διεξᾱίσσω

Data

{'headword_display': '<b>διεξ-ᾱίσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεξ-ᾱίσσω</HL><PS>dial.vb</PS><Ety><Ref>ᾄσσω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>διεξᾱ́ιξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a ship</Indic><Tr>dart right through<Expl>the Clashing Rocks</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διεξᾱίσσω'}