Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάομαι
διεξέρχομαι
View word page
διεξαγωγή
διεξαγωγήῆςf resolution, settlementof a disputePlb.

ShortDef

settlement

Debugging

Headword:
διεξαγωγή
Headword (normalized):
διεξαγωγή
Headword (normalized/stripped):
διεξαγωγη
IDX:
9321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9322
Key:
διεξαγωγή

Data

{'headword_display': '<b>διεξαγωγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διεξαγωγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>resolution, settlement<Expl>of a dispute</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διεξαγωγή'}