Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
View word page
διέξ
διέξprepseeδιέκ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέξ
Headword (normalized):
διέξ
Headword (normalized/stripped):
διεξ
IDX:
9319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9320
Key:
διέξ

Data

{'headword_display': '<b>διέξ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διέξ</HL><PS>prep</PS></HG><XR>see<Ref>διέκ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέξ'}