Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξεργάζομαι
View word page
δι-εντέρευμα
διεντέρευμαατοςnἔντερον entrail inspectionAr.

ShortDef

a looking through entrails

Debugging

Headword:
διεντέρευμα
Headword (normalized):
διεντέρευμα
Headword (normalized/stripped):
διεντερευμα
IDX:
9318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9319
Key:
διεντέρευμα

Data

{'headword_display': '<b>δι-εντέρευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δι<hyph/>εντέρευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἔντερον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>entrail inspection</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διεντέρευμα'}