Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
View word page
δι-ενιαυτίζω
δι-ενιαυτίζωvbἐνιαυτός survive for a yearafter doing sthg.Hdt.

ShortDef

to live out the year

Debugging

Headword:
διενιαυτίζω
Headword (normalized):
διενιαυτίζω
Headword (normalized/stripped):
διενιαυτιζω
IDX:
9317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9318
Key:
διενιαυτίζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ενιαυτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-ενιαυτίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἐνιαυτός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>survive for a year<Expl>after doing sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διενιαυτίζω'}