Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
διεξειλίσσω
View word page
δι-εμπίπτω
δι-εμπίπτωvb stumble uponenemy troopsPlb. fall intow. εἰς + acc.someone's disfavourPlb.

ShortDef

fall quite into

Debugging

Headword:
διεμπίπτω
Headword (normalized):
διεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
διεμπιπτω
IDX:
9314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9315
Key:
διεμπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>δι-εμπίπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι-εμπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>stumble upon<Expl>enemy troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1> <Tr>fall into</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Gr>εἰς</Gr> + acc.</GLbl>someone's disfavour<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'διεμπίπτω'}