Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
διεξεέργω
View word page
διέμενος
διέμενος
athem.aor.mid.ptcpl.
see
διίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέμενος
Headword (normalized):
διέμενος
Headword (normalized/stripped):
διεμενος
IDX:
9313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9314
Key:
διέμενος
Data
{'headword_display': '<b>διέμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>διέμενος<LblR>athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διέμενος'}