Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξᾱίσσω
View word page
δίεμαι
δίεμαιmid.vbseeδίομαι1

ShortDef

to flee, speed

Debugging

Headword:
δίεμαι
Headword (normalized):
δίεμαι
Headword (normalized/stripped):
διεμαι
IDX:
9312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9313
Key:
δίεμαι

Data

{'headword_display': '<b>δίεμαι</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>δίεμαι</FmHL><PS>mid.vb</PS></RefVL><XR>see<Ref>δίομαι<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίεμαι'}