Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διέξ
διεξάγω
View word page
δι-ελέγχω
δι-ελέγχωvb refutesomeonePl. Plb.

ShortDef

to refute utterly

Debugging

Headword:
διελέγχω
Headword (normalized):
διελέγχω
Headword (normalized/stripped):
διελεγχω
IDX:
9310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9311
Key:
διελέγχω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ελέγχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-ελέγχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>refute</Tr><Obj>someone<Au>Pl. Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διελέγχω'}