Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
View word page
διέλασις
διέλασιςεωςfδιελαύνω riding acrossfr. one place to another, by cavalryX.

ShortDef

a driving through: a charge

Debugging

Headword:
διέλασις
Headword (normalized):
διέλασις
Headword (normalized/stripped):
διελασις
IDX:
9308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9309
Key:
διέλασις

Data

{'headword_display': '<b>διέλασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διέλασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διελαύνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>riding across<Expl>fr. one place to another, by cavalry</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διέλασις'}