Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
διενιαυτίζω
View word page
διεκ-φεύγω
διεκ-φεύγωvb escape to safety throughthe Clashing RocksAR.tm. of a suspected criminalescape the clutches ofa prosecutorPlu.

ShortDef

to escape completely

Debugging

Headword:
διεκφεύγω
Headword (normalized):
διεκφεύγω
Headword (normalized/stripped):
διεκφευγω
IDX:
9307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9308
Key:
διεκφεύγω

Data

{'headword_display': '<b>διεκ-φεύγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεκ-φεύγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>escape to safety through</Tr><Obj>the Clashing Rocks<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a suspected criminal</Indic><Tr>escape the clutches of</Tr><Obj>a prosecutor<Au>Plu.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεκφεύγω'}