Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
διεμπολάω
διενθῡμέομαι
View word page
διεκ-φέρω
διεκ-φέρωvb carryw.acc.someoneacrossa riverAR.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκφέρω
Headword (normalized):
διεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
διεκφερω
IDX:
9306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9307
Key:
διεκφέρω

Data

{'headword_display': '<b>διεκ-φέρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεκ-φέρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>carry<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>across</Tr><Obj>a river<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεκφέρω'}