Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
διεμπίπτω
View word page
διεκ-ρύομαι
διεκ-ρύομαιmid.vb bringw.acc.a shipsafely throughthe Clashing RocksAR.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκρύομαι
Headword (normalized):
διεκρύομαι
Headword (normalized/stripped):
διεκρυομαι
IDX:
9304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9305
Key:
διεκρύομαι

Data

{'headword_display': '<b>διεκ-ρύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεκ-ρύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bring<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a ship</Prnth>safely through</Tr><Cmpl>the Clashing Rocks<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διεκρύομαι'}