Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέκδυσις
διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
δίεμαι
διέμενος
View word page
διέκ-ροος
διέκ-ροοςουmῥόος place of outflowoutletfor a river, into the seaHdt.

ShortDef

a passage for the stream to escape

Debugging

Headword:
διέκροος
Headword (normalized):
διέκροος
Headword (normalized/stripped):
διεκροος
IDX:
9303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9304
Key:
διέκροος

Data

{'headword_display': '<b>διέκ-ροος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διέκ-ροος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ῥόος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place of outflow</Def><Tr>outlet<Expl>for a river, into the sea</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διέκροος'}