Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβολή
διέκδυσις
διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκροος
διεκρύομαι
διεκσεύω
διεκφέρω
View word page
διεκ-νέομαι
διεκ-νέομαιmid.contr.vb cross overthe seaAR.tm. intr.make one's departurefr. a landAR.tm.

ShortDef

depart from among

Debugging

Headword:
διεκνέομαι
Headword (normalized):
διεκνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεκνεομαι
IDX:
9296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9297
Key:
διεκνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>διεκ-νέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>διεκ-νέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>cross over</Tr><Obj>the sea<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> <vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>make one's departure<Expl>fr. a land</Expl></Tr><Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'διεκνέομαι'}