Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβολή
διέκδυσις
διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
View word page
διεκβολή
διεκβολήῆςf passin a mountain rangePlb.

ShortDef

mountain-pass

Debugging

Headword:
διεκβολή
Headword (normalized):
διεκβολή
Headword (normalized/stripped):
διεκβολη
IDX:
9292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9293
Key:
διεκβολή

Data

{'headword_display': '<b>διεκβολή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διεκβολή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pass<Expl>in a mountain range</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διεκβολή'}