Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβολή
διέκδυσις
διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπίπτω
διεκπλέω
View word page
διεκ-βάλλω
διεκ-βάλλωvb go through and out ofpass througha region, straitPlb. Plu.

ShortDef

pass

Debugging

Headword:
διεκβάλλω
Headword (normalized):
διεκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διεκβαλλω
IDX:
9291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9292
Key:
διεκβάλλω

Data

{'headword_display': '<b>διεκ-βάλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διεκ-βάλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>go through and out of</Def><Tr>pass through</Tr><Obj>a region, strait<Au>Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διεκβάλλω'}