Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβολή
διέκδυσις
διεκδύω
διεκθέω
διεκνέομαι
διεκπαίω
View word page
δι-ειρωνό-ξενος
δι-ειρωνό-ξενοςονadjεἴρωνξένος2 of Spartansthoroughly deceitful towards foreignersAr.

ShortDef

dissembling with one's guests

Debugging

Headword:
διειρωνόξενος
Headword (normalized):
διειρωνόξενος
Headword (normalized/stripped):
διειρωνοξενος
IDX:
9287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9288
Key:
διειρωνόξενος

Data

{'headword_display': '<b>δι-ειρωνό-ξενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι-ειρωνό-ξενος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἴρων</Ref><Ref>ξένος<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Spartans</Indic><Tr>thoroughly deceitful towards foreigners</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διειρωνόξενος'}