Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβολή
διέκδυσις
View word page
διείρομαι
διείρομαιIon.mid.vbseeδιέρομαι

ShortDef

to question closely

Debugging

Headword:
διείρομαι
Headword (normalized):
διείρομαι
Headword (normalized/stripped):
διειρομαι
IDX:
9283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9284
Key:
διείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>διείρομαι</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>διείρομαι</FmHL><PS>Ion.mid.vb</PS></RefVL><XR>see<Ref>διέρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διείρομαι'}