Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
View word page
διεῖπον2
διεῖπον2impf.seeδιέπω

ShortDef

to say through, tell fully

Debugging

Headword:
διεῖπον
Headword (normalized):
διεῖπον
Headword (normalized/stripped):
διειπον
IDX:
9281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9282
Key:
διεῖπον_2

Data

{'headword_display': '<b>διεῖπον</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>διεῖπον<Hm>2</Hm><LblR>impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διεῖπον_2'}