Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διέδεξα
διέδρακον
διέδρᾱν
διεδρείᾱ
διέδῡν
διεέργω
διέζησα
διείδομαι
διεῖδον
διειλημμένως
διειμένος
δίειμι
διειπετής
διεῖπον
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διείρω
διειρωνόξενος
View word page
διειμένος
διειμένος
pf.mid.pass.ptcpl.
see
διίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διειμένος
Headword (normalized):
διειμένος
Headword (normalized/stripped):
διειμενος
IDX:
9277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9278
Key:
διειμένος
Data
{'headword_display': '<b>διειμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>διειμένος<LblR>pf.mid.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διειμένος'}